Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) κατοικίδιος

  • 1 домашний

    домашний 1) οικιακός, σπιτίσιος σπιτικός \домашний обед το σπιτίσιο φαγητό' — телефон (адрес) το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού \домашнийее хозяйство το νοικοκυριό \домашнийие дела τα οικιακά 2) (приручённый ) κατοικίδιος
    * * *
    1) οικιακός, σπιτίσιος; σπιτικός

    дома́шний обе́д — το σπιτίσιο φαγητό

    дома́шний телефо́н (ад́рес) — το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού

    дома́шнее хозя́йство — το νοικοκυριό

    дома́шние дела́ — τα οικιακά

    2) ( приручённый) κατοικίδιος

    Русско-греческий словарь > домашний

  • 2 домашний

    домашн||ий
    1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:
    \домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·
    2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:
    \домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·
    3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):
    \домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ
    4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > домашний

  • 3 домашний

    -яя, -ее, επ.
    1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•

    домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•

    домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•

    -ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•

    -яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•

    -ие туфли παντόφλες•

    домашний обед σπιτίσιο φαγητό•

    -ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•

    домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•

    домашний врач οικογενειακός γιατρός•

    -яя жизнь οικιακή ζωή•

    по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•

    домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•

    -ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.

    2. κατοικίδιος, ήμερος•

    -ие животные κατοικίδια ζώα•

    -яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•

    -ие голубы τα ήμερα περιστέρια.

    3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•

    домашний че-ловк δικός άνθρωπος.

    4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > домашний

См. также в других словарях:

  • κατοικίδιος — living in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίδιος — α, ο (ΑΜ κατοικίδιος, ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και α) (για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

  • κατοικίδιος — α, ο αυτός που μένει σε κατοικία: Η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατοικίδιον — κατοικίδιος living in masc/fem acc sg κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίοις — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίου — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίους — κατοικίδιος living in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίων — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικιδίῳ — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίδια — κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίδιοι — κατοικίδιος living in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»